- φατνιακός
- -ή, -όο σχετικός με τα φατνία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φατνιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οδοντικά φατνία 2. φρ. α) «φατνιακό πέταλο» το μέρος τού οστού τών γνάθων στο οποίο βρίσκονται τα φατνία τών δοντιών β) «φατνιακό τόξο» το τόξο που σχηματίζεται από τις αποφύσεις τών γνάθων οι οποίες… … Dictionary of Greek
μεσοφατνιακός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα φατνία 2. φρ. ανατ. «μεσοφατνιακά διαφράγματα» διαφράγματα τα οποία χωρίζουν τα οδοντικά φατνία μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φατνιακός (< φατνίο)] … Dictionary of Greek
Ζ, ζ — Το έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατείχε την έβδομη θέση στο αρχαίο αττικό αλφάβητο και την έκτη στο ιωνικό. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν το ζ για τη μεταγραφή λέξεων που είχαν δανειστεί από την ελληνική και το τοποθέτησαν στο τέλος του… … Dictionary of Greek
Μ, μ — Το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού και του λατινικού αλφαβήτου (μι, αρχαίο ελληνικό μυ κατά το επόμενο νυ, και μω κατά το ρω). Προέρχεται από το σημιτικό wi ή W που παρίστανε τον φθόγγο mem (= νερό), ο οποίος είχε την ίδια φωνητική αξία με το… … Dictionary of Greek
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek
πυόρροια φατνιακή — (Ιατρ.). Χρόνια πυώδης φλεγμονή των ιστών που περιβάλλουν το δόντι (περιοδοντίτιδα). Εμφανίζεται πιο εύκολα σε ηλικιωμένα άτομα, συχνά σε αρθριτικούς και διαβητικούς. Ο φατνιακός σύνδεσμος καταστρέφεται και τα δόντια αρχικά κουνιούνται και… … Dictionary of Greek
Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… … Dictionary of Greek